δονκιχοτικός

δονκιχοτικός
-ή, -ό
1. αυτός που αρμόζει στο δον Κιχότη, φαντασιόπληκτος, στομφώδης.
2. θεατρικός, πομπώδης, αυτός που επιδεικνύει ψεύτικες ικανότητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”